- καταδουλοῦμαι
- καταδουλόωreduce to slaverypres ind mp 1st sgκαταδουλόωreduce to slaverypres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταδουλώ — καταδουλῶ, όω (AM, Μ και καταδουλώνω) [κατάδουλος] υποδουλώνω, υποτάσσω μσν. 1. πιάνω κάποιον αιχμάλωτο, σκλαβώνω 2. κρατώ ως σκλάβο 3. συγκρατώ 4. (για ερωτικό πάθος) κάνω κάποιον δικό μου, υποχείριό μου αρχ. 1. μτφ. υποδουλώνω τον νου 2.… … Dictionary of Greek